ἀσφράγιστα

ἀσφράγιστα
ἀσφράγιστος
not sealed
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ασφράγιστος — η, ο (AM ἀσφράγιστος, ον) αυτός που δεν έχει σφραγιστεί, που δεν φέρει σφραγίδα νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει κλειστεί με σφραγίδα 2. φρ. «δόντι ασφράγιστο» που δεν έχει κλειστεί με στερεό μίγμα 3. «ασφράγιστα γραμματόσημα» αυτό που δεν έχουν… …   Dictionary of Greek

  • ασφράγιστος — η, ο 1. (για έγγραφα κτλ.), αυτός που δε σημάνθηκε με σφραγίδα: Ξέχασες το έγγραφο ασφράγιστο. 2. (για επιστολές κτλ.), αυτός που δεν κλείστηκε, που έμεινε ανοιχτός: Έστειλε το γράμμα ασφράγιστο. 3. (για δόντια), αυτός που δε βουλώθηκε με ειδική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”